παθερός

παθερός
-ή, -ό [πάθος]
1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από αρρώστιες, ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης
2. (σχετικά με φυτά) ευπρόσβλητος από το καύμα ή το ψύχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”